6.9.09

Η Κόκκινη Ρόζα



Στα γράμματα που έγραψε στη φυλακή, η Ρόζα Λούξεμπουργκ διατυπώνει έναν κριτικό προβληματισμό για τη βία και τις καταστροφικές συνέπειές της.

Πριν από 90 χρόνια, στις 15 Ιανουαρίου 1919, δολοφονήθηκε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Τη συνέλαβαν μαζί με τον Λίμπκνεχτ και τη σκότωσαν χτυπώντας την πρώτα με το όπλο στο κεφάλι και ύστερα πυροβολώντας την στον κρόταφο.

Το πτώμα της το έριξαν σε ένα κανάλι του ποταμού Σπρέε, στο Βερολίνο. Οπως σημειώνει ο βιογράφος της Πάουλ Φρέλιχ, «για τους εχθρούς της ήταν η "αιμοσταγής Ρόζα". Οι δημοσιογράφοι και οι γελοιογράφοι την παρουσιάζανε σαν μια μανιακή, μια μέγαιρα... Πάνω απ' όλα υπήρχε η μομφή για σκληρότητα.. Οταν αργότερα δημοσιεύτηκαν τα γράμματά της από τη φυλακή, πολλοί άλλαξαν γνώμη» (Πάουλ Φρέλιχ, «Ρόζα Λούξεμπουργκ», Νέοι Στόχοι, 1972).

Στα γράμματα που έγραψε από τη φυλακή αναδεικνύεται μια εξαιρετική ηθική, πολιτική και ψυχική ευαισθησία, που εμπνέεται από ένα βαθύ ουμανισμό (Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Γράμματα από τη φυλακή», «Υψιλον», 1972). Σε αυτά τα «ιδιωτικά» κείμενα η επική, ηρωική, αγωνιστική διάσταση του επαναστατικού σοσιαλισμού συνδέεται με την υπαρξιακή συγκινησιακή διάσταση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Η Λούξεμπουργκ διατυπώνει εδώ έναν κριτικό, ηθικό και ανθρωπολογικό προβληματισμό για το φαινόμενο της βίας και τις τραγικές επιπτώσεις του στην ανθρώπινη προσωπικότητα και τις κοινωνικές σχέσεις.

Η ανησυχία της για τις καταστροφικές συνέπειες της βίας ανιχνεύεται βέβαια και σε ορισμένα από τα πολιτικά της κείμενα. Τον Δεκέμβριο του 1918 έγραφε στη Rote Fahne: «Η επαναστατική ενεργητικότητα η πιο ανηλεής και ο ανθρωπισμός ο πιο γενναιόδωρος, αυτά εμπνέουν τον μόνο αληθινό σοσιαλισμό.

»Εναν κόσμο πρέπει να τον ανατρέψουμε, αλλά κάθε δάκρυ που χύνεται ενώ θα μπορούσε να μη χυθεί είναι μια κατηγορία. Και ο άνθρωπος που, στη βιάση του για την εκτέλεση ενός σοβαρού καθήκοντος, πατάει από βάναυση απροσεξία ένα σκουλήκι, διαπράττει ένα έγκλημα». Στα γράμματα της φυλακής, όμως, η σπαρακτική ευαισθησία της και η βαθιά συμπόνια της για τα βάσανα των άλλων, για κάθε πλάσμα που υποφέρει, άνθρωπο ή ζώο, συνδέονται πιο καθαρά με τη συνειδητή καταγγελία της καταστροφής που προκαλούν η βία και ο πόλεμος.

Αλληλογραφώντας με τη φίλη της Σόνια Λίμπκνεχτ, η Ρόζα μιλάει με συγκινητική τρυφερότητα και αγάπη για τους μόνιμους συντρόφους της στα χρόνια του εγκλεισμού, τους μελισσοφάγους, τους κορυδαλλούς, τις κουρούνες, τα παγόνια, τα γεράκια, τις πεταλούδες, τα αηδόνια, τα κοτσύφια, τις μέλισσες κ.ο.κ.

Γράφει στη Σόνια στις 2 Μαΐου 1917: «Κατά βάθος, νιώθω πολύ πιο ευχάριστα στη γωνίτσα ενός κήπου, όπως εδώ, ή σε έναν κάμπο ξαπλωμένη στα χόρτα, παρά σε ένα συνέδριο του κόμματος. Σε σένα μπορώ να τα λέω αυτά, αφού δεν θα τρέξεις να με υποψιαστείς ότι προδίδω το σοσιαλισμό. Το ξέρεις ότι παρ' όλα αυτά ελπίζω να πεθάνω στο πόστο μου: σε μια οδομαχία ή σε ένα κρατητήριο. Ομως, τα φυλλοκάρδια μου το ξέρουν πως ανήκω περισσότερο στα πουλιά παρά στους "συντρόφους" μου. Κι αυτό όχι επειδή βρίσκω στη φύση καταφύγιο και ξεκούραση. Αντίθετα μάλιστα, ανταμώνω μέσα στη φύση, όπως και ανάμεσα στους ανθρώπους, τόση σκληράδα σε κάθε μου βήμα που υποφέρω πολύ».

Η Ρόζα συγκινείται από το τραγούδι του αηδονιού μέσα στην καταιγίδα και από το παραπονεμένο κρώξιμο μιας κίσσας. Θλίβεται βαθιά για τη σταδιακή εξαφάνιση των πουλιών από τα δάση της Γερμανίας, την οποία παραλληλίζει με την εξόντωση των ερυθρόδερμων από τον «πολιτισμένο» άνθρωπο. Η καρδιά της σπαρταράει για όλα τα μικρά και ανυπεράσπιστα πλάσματα -πουλιά, ζώα, ανθρώπους- που βασανίζονται και υποφέρουν.

Γράφει στις 12 Μαΐου 1918:
«Η βαθιά ευαισθησία που με δένει με κάθε τι το ζωντανό αγγίζει τη νοσηρότητα... Από το βάθος του κελιού μου βρίσκομαι προσκολλημένη πάντα, με χίλια αδιόρατα μικρά δεσμά, σε μυριάδες πλάσματα, μικρά και μεγάλα, και παίρνω κατάκαρδα κάθε τι που τα αφορά και καρδιοχτυπώ και πάσχω γι' αυτά και κατηγορώ ακόμα και τον εαυτό μου για λογαριασμό τους».

Συγκλονίζουν ο πόνος και το κλάμα της για ένα πληγωμένο βουβάλι, που έσερνε ένα βαρυφορτωμένο κάρο στην αυλή της φυλακής και το χτύπησε άγρια με το μαστίγιο ο στρατιώτης που το συνόδευε: «Ενώ ξεφόρτωναν το κάρο, τα ζώα στέκονταν απαθή κι εξαντλημένα, και το ένα τους, εκείνο που είχε ματώσει, κοίταζε μελαγχολικά μπροστά του. Η μορφή του ολόκληρη και τα μεγάλα μαύρα και τόσο γλυκά μάτια του είχαν την έκφραση ενός παιδιού που είχε κλάψει πολύ, ενός παιδιού που θα το είχαν αυστηρά τιμωρήσει, δίχως να ξέρει κι αυτό γιατί, και που δεν ήξερε τι να κάνει για να γλιτώσει τα βάσανα της άγριας βίας.

»Στεκόμουν μπροστά τους και το λαβωμένο ζώο με κοίταζε. Δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια μου - ήταν τα "δικά του" δάκρυα. Δεν θα μπορούσε κανείς να ανατριχιάσει πιο πονεμένα μπρος στον πόνο του πιο αγαπημένου αδελφού απ' όσο ανατρίχιασα εγώ μπρος σ' εκείνη τη θλίψη... Ω, φτωχό μου βουβάλι, φτωχό αγαπημένο μου αδέλφι, είμαστε και οι δυο αδύναμοι και βουβοί, ενωμένοι και οι δυο μέσα στον πόνο, την αδυναμία και τη νοσταλγία».

Από το περιοδικό Επτά της κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 30/8/09
και το πολύ καλό σημειωματάριο ιδεών του Θανάση Γιαλκέτση

2 σχόλια:

Artanis είπε...

"Ανακάλυψαν" το πραγματικό πτώμα, διάβασα στο μπλογκ του Γιάννη Τζίκα...
Πολλή ευαισθησία έκρυβε μέσα της αυτή η γυναίκα, όντως...Είναι μάλλον αυτό που λένε, πώς όποιος αγαπάει τα ζώα, αγαπάει και τους ανθρώπους (κι ας μην το αξίζουν)
Καλημέρα...

saltatempo είπε...

Γεια σου πατρίδα
Η Ρόζα μέσα από τα γράμματα αυτά
δείχνει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της.
Φανερώνει το πάθος για ζωή και την μεγάλη ευαισθησία
για ότι προκαλεί πόνο και οδύνη.

Να είσαι καλά, φιλιά!!!!